ἰδιωματικός
German (Pape)
[Seite 1237] eigenthümlich, neben οἰκεῖος Clem. Al. protrept. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιωματικός: -ή, -όν, ἔχων ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν, Κλήμ. Ἀλ. 80.
[Seite 1237] eigenthümlich, neben οἰκεῖος Clem. Al. protrept. 10.
ἰδιωματικός: -ή, -όν, ἔχων ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν, Κλήμ. Ἀλ. 80.