γραμματηφόρος

Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

ὁ,

   A letter-carrier, D.H.20.4, Plu. Galb.8, al., PFlor. 39.6 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 504] VLL., = γραμματοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτηφόρος: ὁ,ὁ φέρων γράμματα, Πλούτ., κτλ., Λοβ. Φρύν.682.

French (Bailly abrégé)

c. γραμματοφόρος.

Spanish (DGE)

v. γραμματοφόρος.