ἀρχαιολόγος

Revision as of 11:56, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, Alterthumsforscher; der die alte Geschichte erzählt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενος περὶ ἀρχαίων πραγμάτων, ἀρχαιολόγου ἱστορίας Θεόδ. Στουδ. σ. 548.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 [[actor que representaba tipos del drama antiguo por op. al βιολόγος ‘mimo’ que representaba tipos de la vida cotidiana]] IG 22.2153.7 (II/III d.C.), Atellani σκηνικοί, ἀρχαιολόγοι, βιολόγοι Gloss.2.22.
2 anticuario λιβραρίῳ ἤτοι ἀρχαιολόγῳ librario siue antiquario, DP 7.69.