βαθύπεδος
English (LSJ)
ον,
A with deep plain, lying low (between hills), of Nemea, Pi.N.3.18 (prob. for -πεδίῳ).
German (Pape)
[Seite 424] (πέδον), Νεμέα Pind. N. 3, 17, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύπεδος: -ον, ἔχων βαθεῖαν πεδιάδα, χαμηλὴν δηλ. (μεταξὺ ὀρέων κειμένην), περὶ τῆς Νεμέας, Πίνδ. Ν. 3. 30.