δαιτυμονεύς
English (LSJ)
Ep. gen. ῆος, ὁ, = sq., Nonn.D.2.666.
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, Schmauser, Nonn. D. 2, 666.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτῠμονεύς: Ἐπικ. γεν. -ῆος, ὁ, = δαιτυμών, Νόνν. Δ. 2. 666.
Spanish (DGE)
(δαιτῠμονεύς) -έως
1 convidado χθονίου δείπνοιο θεοὺς ἔχε δαιτυμονῆας Nonn.D.2.666, cf. Par.Eu.Io.4.50.
2 devorador ἥπατος ἡβώοντος ἀφειδέα δαιτυμονῆα Nonn.D.2.577.