διεγγύημα

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A pledge, security, PTeb.5.12 (ii B. C.), BGU 112.12 (i A. D.), etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
garantía, fianza en préstamos y otras transacciones τὸ μὲν γὰρ δ. διὰ τῶν λόγων ἀνενήνοχας PLugd.Bat.20.49.29 (III a.C.), πλὴν τῶν μεμισθωμένων εἰς τὸ πατρικὸν [καὶ] ὧν δ. ὑπάρχει COrd.Ptol.53.12 (II a.C.), ληφθέντων τῶν καθηκόντων διεγγυημάτων ταύτης τε καὶ τῶν ἄλλων ὠνῶν UPZ 225.28 (II a.C.), cf. 114.1.16 (II a.C.), καθιστᾶν τὰ καθήκοντα διεγγυήματα PTeb.728.4 (II a.C.), προσδέχεσθαι ... οἰκίαν ἐν διεγγυήματι PTeb.776.35 (II a.C.), τὰ ὑπάρχοντά μοι ὄντα καθαρὰ ἀπό τε ὀφειλῆς καί ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος BGU 112.12 (I d.C.), cf. BGU 2098.13, 2100.28 (ambos I d.C.), PBon.24b.17 (II d.C.).