εια, υ,
A hairy, Thphr.HP3.18.5.
[Seite 934] ziemlich haarig, Theophr.
ἐπίδασυς: εια, υ, ὀλίγον δασύς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 3. 18, 5.