ἐπιδεκτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of containing πόλεων Str.3.4.13. 2. capable of, c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.Ir.p.81 W.; admitting, ἄρθρου A.D.Pron.63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon Prog.10; receptive, ἐ. αἴτιον, opp. ποιητικόν, Alex.Aphr.Febr.25.
German (Pape)
[Seite 935] ή, όν, aufnehmend, τινός, Sp.; οὔτε ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστιν Strab. III, 163.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de.
Étymologie: ἐπιδέχομαι.