ἱμεροθαλής

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ές, (θάλλω) Dor. for -θηλής,

   A sweetly blooming, ἔαρ AP9.564 (Nicias): vulg. ἡμεροθ-.

German (Pape)

[Seite 1253] ές, lieblich blühend, ἔαρ Nic. ep. 7 (IX, 564).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμεροθᾱλής: -ές, (θάλλω) Δωρ. ἀντὶ τοῦ -θηλής, ἡδέως θάλλων, ἀνθῶν, ἔαρ Ἀνθ. Π. 9. 564· συνήθ. ἡμεροθ-.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la verdure riante.
Étymologie: ἵμερος, θάλλω.