ἱππολάπαθον
English (LSJ)
[λᾰ], τό,
A Rumex aquaticus, dock-sorrel, Dsc.2.115, Gal.12.56.
German (Pape)
[Seite 1260] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππολάπᾰθον: λᾰ, τό, εἶδος λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «ἱππολάπαθον, λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. ἵππος VI.