κακόφλοιος
English (LSJ)
ον,
A with bad rind, v.l. for κακό-χλοος (q.v.), Nic. Al.331.
German (Pape)
[Seite 1305] mit schlechter Rinde, Nic. Al. 331.
Greek (Liddell-Scott)
κακόφλοιος: -ον, ἔχων κακὸν φλοιόν, «κακόφλουδος», Νικ. Ἀλεξιφ. 331.
ον,
A with bad rind, v.l. for κακό-χλοος (q.v.), Nic. Al.331.
[Seite 1305] mit schlechter Rinde, Nic. Al. 331.
κακόφλοιος: -ον, ἔχων κακὸν φλοιόν, «κακόφλουδος», Νικ. Ἀλεξιφ. 331.