κουφόπους
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος,
A lightfooted, Hsch.s.v. ψαυκρόποδα.
Greek (Liddell-Scott)
κουφόπους: ουν, ἐλαφρόπους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψαυκρόποδα.
πουν, gen. ποδος,
A lightfooted, Hsch.s.v. ψαυκρόποδα.
κουφόπους: ουν, ἐλαφρόπους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψαυκρόποδα.