κυβερνητήρ

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Dor. κῠβερν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ,

   A = κυβερνήτης, Od.8.557, etc.: metaph., Pi.P.4.274: as Adj., κ. χαλινός Opp.C.1.96.

German (Pape)

[Seite 1522] ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Ὀδ. Θ. 557, κτλ.· μεταφ., Πινδ. Π. 4. 488· ― ὡς ἐπίθ., κ. χαλινὸς Ὀππ. Κυν. 1. 96.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. κυβερνήτης.