γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
μαστικτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. μακιστήρ, μαστήρ.