μοσχοτόμος
English (LSJ)
ον,
A slaughtering calves, i.e. sacrificer, Lat. victimarius, Gloss.
German (Pape)
[Seite 210] Kälber zerschneidend, schlachtend (?).
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοτόμος: -ον, ὁ τέμνων δηλ. σφάζων μόσχους, Γλωσσ.
ον,
A slaughtering calves, i.e. sacrificer, Lat. victimarius, Gloss.
[Seite 210] Kälber zerschneidend, schlachtend (?).
μοσχοτόμος: -ον, ὁ τέμνων δηλ. σφάζων μόσχους, Γλωσσ.