νεκυάμβατος
English (LSJ)
ον, (ἀναβαίνω) of Charon's boat,
A embarked in by the dead, Epic. ap. Paus.10.28.2.
German (Pape)
[Seite 238] (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, ναῦς, poet, bei Paus. 10, 28, 2.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυάμβᾰτος: -ον, (ἀναβαίνω) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.