πορφυρόπεζα
English (LSJ)
ἡ,
A purple-edged, Tryph.66.
German (Pape)
[Seite 686] ἡ, purpurfüßig, Tryphiod. 66.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόπεζα: ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.
ἡ,
A purple-edged, Tryph.66.
[Seite 686] ἡ, purpurfüßig, Tryphiod. 66.
πορφῠρόπεζα: ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.