νυκτιπόλος
English (LSJ)
ον, (πολέω)
A roaming, by night, Βάκχαι E.Ion718 (lyr.) ; ἔφοδοι, of Persephone, ib.1049 (lyr.) ; epith. of Zagreus, Id.Fr.472.11 (anap.) ; of Artemis, Corn.ND 34 : as Subst., coupled with Μάγοι, Βάκχοι, Λῆναι, Heraclit.14.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐπόλος: -ον, (πολέω) ὁ πλανώμενος διὰ νυκτός, ἐπὶ τῶν βακχευόντων, Εὐρ. Ἴων 718, 1049, κτλ.˙ οὕτω, νυκτῐπόλευτος, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tourne, s’agite ou évolue pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, πολέω.