ή, όν,
A like a ship of burden, πλοῖον ὁ., = ὁλκάς, Arist.IA 710a19.
[Seite 323] von der Art eines Lastschiffes, dazu gehörig, Arist. de incessu anim. 10.
ὁλκᾰδικός: -ή, -όν, ὁ ὅμοιος πρὸς ὁλκάδα, πλοῖον ὁλ. = ὁλκάς, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 6.