παρακλήτωρ

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A one who encourages, comforter, παρακλήτορες κακῶν, = κακοὶ π., LXX Jb.16.2.    2 suppliant, τινος Sch.E.Hec.147 ; but π. Ζεύς, = ἱκέσιος, ib.345.

German (Pape)

[Seite 483] ορος, ὁ, der Zuredende, Tröstende, Sp., bes. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ διὰ λόγων διεγείρων, προτρέπων, παρακλήτορες κακῶν = κακοὶ π. Ἑβδ. (Ἰωβ ΙϚ΄, 2), πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 736. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρακλήτορες· παρμυθηταί». 2) = Παράκλητος, Νομοκ. Coteler 91. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 317.