παρεμμαίνομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be somewhat mad, Tim. Lex. s.v. κορυβαντιᾶν.
German (Pape)
[Seite 515] = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμμαίνομαι: Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.