παρβαίνω
English (LSJ)
παρ-βασία, παρ-βάτης, παρ-βεβᾰώς, παρ-βολάδην, poet. for παραβ-.
Greek (Liddell-Scott)
παρβαίνω: -βασία, -βάτης, -βεβᾰώς, -βολάδην, ποιητ. ἀντὶ παραβ-.
παρ-βασία, παρ-βάτης, παρ-βεβᾰώς, παρ-βολάδην, poet. for παραβ-.
παρβαίνω: -βασία, -βάτης, -βεβᾰώς, -βολάδην, ποιητ. ἀντὶ παραβ-.