ον,
A frenzied, frantic, ἐπιθυμία, φαντασίαι, Simp.in Epict.pp.78,20D.
[Seite 525] etwas heftig, fast leidenschaftlich, halb wüthend, Simplic. ad Epict.
πάροιστρος: -ον, παράφρων, μανιώδης, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 97, 448, κτλ.