περικειμένως
English (LSJ)
Adv.
A completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.
Greek (Liddell-Scott)
περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.
Adv.
A completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.
περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.