περιπλάνιος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ον, poet. for
A περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).
Greek (Liddell-Scott)
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.