πλαστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for moulding, plastic, γῆ . . τῶν σωμάτων -ωτάτη Pl.Ti.55e ; αἱ π. τῶν τεχνῶν the arts of moulding clay, wax, etc., plastic arts, Id.Lg. 679a; ἡ-κή Arist.PA645a13, Phld.Mus.p.91 K., Ph.1.34, Luc.Prom. 2, etc. II of persons, gifted in sculpture, Longin.Rh.p.203 H.
German (Pape)
[Seite 625] zum Bilden gehörig, geschickt, ἡ πλαστική, sc. τέχνη, die Kunst, aus Thon, Gyps, Wachs u. dgl. zu bilden, formen, Bildnerei, Plat. Legg. III, 679 a u. Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πλαστικός: -ή, -όν, (πλάσσω) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, ἔνθα ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’art de modeler des figures en terre, en cire, etc. ; ἡ πλαστική (τέχνη) la plastique.
Étymologie: πλάσσω.