προκουράτωρ
Greek (Liddell-Scott)
προκουράτωρ: -ωρος, Λατ. procurator, = ἐπίτροπος, Συνοδ. Καρθ. Καν. 16, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.
προκουράτωρ: -ωρος, Λατ. procurator, = ἐπίτροπος, Συνοδ. Καρθ. Καν. 16, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.