ον, (βιβρώσκω)
A devoured by fire, Str.17.1.27.
[Seite 822] vom Feuer verzehrt, Strab.
πῠρίβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.