σινάπινος
English (LSJ)
η, ον,
A of mustard, Dsc.1.38, Gal.11.870.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνάπῐνος: [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.
η, ον,
A of mustard, Dsc.1.38, Gal.11.870.
σῐνάπῐνος: [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.