σταχυηρός

Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

ά, όν,

   A bearing ears of corn, σπέρμα Thphr.HP9.16.4; τὰ σ. plants that bear ears, cereals, ib.1.11.4, al.

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren, τὰ σταχυηρά, die ährentragenden Pflanzen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυηρός: -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ.