ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
συμπαθητικός: -ή, -όν, = συμπαθής, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 224· τὸ συμπαθ. Ἀθαν. τ. 2, σ. 311, κλπ.