συνειλίσσω
English (LSJ)
A v. συνελίσσω. συνείλλω, v. συνίλλω.
German (Pape)
[Seite 1010] = συνελίσσω, σπείρας Eur. Ion 1164.
French (Bailly abrégé)
ion. et poét. c. συνελίσσω.
A v. συνελίσσω. συνείλλω, v. συνίλλω.
[Seite 1010] = συνελίσσω, σπείρας Eur. Ion 1164.
ion. et poét. c. συνελίσσω.