ὑάλωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A glazing of the eye, a disease of horses, Hippiatr.11.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, die Verglasung des Auges, das Glasange, eine Pferdekrankheit, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑάλωμα: τό, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν ἵππου, ὡς τὸ γλαύκωμα, «συμβαίνει δὲ ἐκ τούτου, ὃ καλεῖται ὑάλωμα ὅμοιον ψηφῖδι λευκῇ» Ἱππιατρ. 1, σ. 43, 11.