τρίβραχυς
English (LSJ)
υ,
A consisting of three short syllables, Heph.3.2, al., Choerob. in Theod.1.232 H.; in full, τ. πούς interpol. in D.H.Comp. 17.
German (Pape)
[Seite 1140] ὁ, ein aus drei kurzen Sylben bestehender Versfuß ( ñ ñ ñ), Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τρίβρᾰχῠς: υ, ὁ ἐκ τριῶν βραχειῶν συλλαβῶν συνιστάμενος, Ἀρκάδ. 40, 19 (ἕτεροι γραμμ. γράφουσιν ὀξυτόνως -χύς)· ὁ τρ. ποὺς Διονύσ. Ἀλ. π. Συνθ. Ὀνομ. 17.