τοποτηρητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A warden of a τόπος 1.6, Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 482, 788, PMonac.6.11 (vi A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, der Stellvertreter, erst sehr Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τοποτηρητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἀντιπρόσωπος, ἀπεσταλμένος, κλπ., Λατιν. vicarius, Κανὼν Καρθαγέν. 4, Ἐφέσου 1176Β, Θεόδ. Στουδ. IV, 1216D, κλπ. 2) ἀρχηγὸς φρουρᾶς ἐν φρουρίῳ Θεοφ. 604, 17.