φιλοΐατρος
English (LSJ)
ον,
A = φιλίατρος, Procl.Par.Ptol.225.
German (Pape)
[Seite 1280] die Aerzte, die Arzneikunst liebend, s. φιλίατρος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοΐατρος: -ον, = φιλίᾱτρος, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 225.
ον,
A = φιλίατρος, Procl.Par.Ptol.225.
[Seite 1280] die Aerzte, die Arzneikunst liebend, s. φιλίατρος.
φῐλοΐατρος: -ον, = φιλίᾱτρος, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 225.