τετράσκαλμος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ον,
A four-oared, D.S.40.1.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Rudern, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
τετράσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.