ταρτήμορον
Greek (Liddell-Scott)
ταρτήμορον: τό, ὄνομα μέτρου, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. ΙΙ. 476. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. φέρεται μόνον ταρτημόριον ἐκ τοῦ Ἡσυχίου καὶ τοῦ Φωτίου ὡς ὄνομα νομίσματος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
ταρτήμορον: τό, ὄνομα μέτρου, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. ΙΙ. 476. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. φέρεται μόνον ταρτημόριον ἐκ τοῦ Ἡσυχίου καὶ τοῦ Φωτίου ὡς ὄνομα νομίσματος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.