χοροπαίγμων

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A sporting in the choral dance, dancing merrily, Orph.H.24.2.

German (Pape)

[Seite 1366] ονος, = Folgdm, Orph. H. 23, 2, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

χοροπαίγμων: -ον, γεν. -ονος, παίζων ἐν τῇ χορικῇ ὀρχήσει, ὀρχούμενος εὐθύμως, Ὀρφ. Ὕμν. 23. 2· οὕτω χοροπαίκτης, ου, ὁ, Ἀνθ. Παλατ. 6. 108. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 271.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime les chœurs.
Étymologie: χορός, παίζω.