[Seite 95] heil werden, fut. s. ἀπάλθ., Hom. einmal, ἄλθετο χείρ Il. 5, 417; – wachsen, ἄρουρα ἀλθομένη ἀνέμοισιν Qu. Sm. 9, 475. Vgl. ἀλθαίνω, ἀλθήσκω, ἀλθέω.
impf. 3ᵉ sg. épq. ἄλθετο;être guéri, se guérir.Étymologie: DELG cf. ἀλδαίνω.
be healed; ἄλθετο χείρ, was healing, Il. 5.417†.