ἀμετάτρεπτος

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον, = foreg., Plu.Thes.17, Iamb.Myst.6.6, Herm. ap. Stob.1.4.7b. Adv.-τως,

   A gloss on ἀσκελές, Sch.Od.4.543; also ἀμετα-τρεπτί v.l. in M.Ant.8.5.

German (Pape)

[Seite 123] unwandelbar, fest, Plut. Thes. 17, neben ἀμετάπειστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάτρεπτος: -ον, = τῷ προηγ., Πλουτ. Θησ. 17. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immuable, inaltérable.
Étymologie: ἀ, μετατρέπω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inmutable, inconmovible Plu.Thes.17, διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ Iambl.Myst.6.6, οἱ νόμοι Sch.E.Ph.538, δύναμις προνοίας Corp.Herm.Fr.13, τὸ ζητούμενον πρᾶγμα Heph.Astr.3.4.9, γνώμη PMichael.45.11 (VI a.C.), Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης Sch.Pi.O.7.118
firme ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονος Heph.Astr.Epit.2.2.20.14, 4.116.18, ψυχή A.Io.23.
2 inconvertible ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημα Mac.Aeg.M.34.477C
subst. τὸ ἀ. obstinación en el error, negativa a la conversión Origenes Comm.Ser.119 in Mt.
II adv. -ως inconmoviblemente glos. a ἀσκελές Sch.Od.4.543.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάτρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία].