παρακτάομαι

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A get over and above, ξεινικοὺς νόμους Hdt.4.80.

German (Pape)

[Seite 486] (s. κτάομαι), dazu erwerben, perf. daneben besitzen; ξενικοὺς νόμους, Her. 4, 80; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir auprès ou en outre ; au pf. avoir acquis ; posséder auprès ou en outre, acc..
Étymologie: παρά, κτάομαι.