μελετητέον
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek (Liddell-Scott)
μελετητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μελετάω, δεῖ μελετᾶν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Γοργ. 527Β.