Διομήδειος
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek (Liddell-Scott)
Διομήδειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος τῷ Διομήδει, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. ἀπόλυτος, ἄφυκτος ἀνάγκη, Πλάτ. Πολ. 493D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1029 (περὶ τοῦ τύπου πρβλ. Ἀδράστεια, Πολυδεύκεια, κτλ.), -παρομία ποικίλως ἑρμηνευομένη, ἴδε Σουΐδ. καὶ Παροιμιογρ. (ἔνθα Διομήδειος ἀνάγκη) καὶ Κόντ. ἐν Σωκράτ. Α. σ. 305.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]
de Diomedes, diomedeo
1 Δ. ἀνάγκη prov. obligación forzosa, fatal Ar.Ec.1029, Pl.R.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., Diomedias praeteribo aues en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.HN 10.126.
2 geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.Geog.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.Geog.3.1.69, (tb. como subst. sg. Διομήδεια q.u.).