ἐτετεύχατο: Ἐπικ. γ΄ πληθυντ. παθ. ὑπερ. τοῦ τεύχω, Ἰλ. Λ. 808.
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de τεύχω.
see τεύχω.