[ῐ], Ep. pres. inf. Act. of κάτειμι, Il.14.457.
κατίμεν: ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ κάτειμι, Ἰλ. Ξ. 457.
inf. prés. Act. épq. de κάτειμι.
see κατιέναι.