μαχαιροποιός
English (LSJ)
ὁ,
A maker of cutlery, Ar.Av. 442, D.27.9, Plu.Dem.4, Luc.Rh.Pr.10.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιροποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 441, Δημ. 816. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, de sabres.
Étymologie: μάχαιρα, ποιέω.
Greek Monolingual
ο (Α μαχαιροποιός)
ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -ποιός].