νευρ-ῆφι, νευρ-ῆφιν,
A v. νευρά.
νευρή: ἡ, Ἰων. ἀντὶ νευρά, νευρῆφι, νευρῆφιν, Ἐπικ. γεν. καὶ δοτικ.
ion. c. νευρά.
sinew, only as bow-string.
νευρή, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. νευρά.