προσεδρία

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A v. προσεδρεία.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, = προσεδρεία, Eur. Or. 93. 304.

Greek (Liddell-Scott)

προσεδρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. προσεδρεία.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. προσεδρεία.