συγκοίμησις

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a sleeping together, lying with, ἡ τῶν γυναικῶν σ. Pl.R.460b, cf. Phdr.255e; μετὰ τῶν ἐραστῶν D.C.79.13.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammen- od. Miteinanderschlafen, der Beischlaf; Plat. Phaedr. 255 e Rep. V, 460 b; μετά τινος, D. C. 79, 13.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοίμησις: -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι ὁμοῦ, ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de coucher avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.